Σε εποχές πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής κρίσης τα «εθνικά θέματα» αποτελούν βολική διέξοδο για τους κυβερνώντες: το φόβητρο της έξωθεν «επιβουλής», το τσίγκλισμα του πληγωμένου εθνικού «φιλότιμου» κι η επίκληση μιας φαντασιακής κοινότητας «ομοεθνών» (ασχέτως αν οι μισοί απολύουν ή «απασχολούν» με μεροκάματα πείνας τους άλλους μισούς) είναι παλιές καλές συνταγές για την παροχέτευση της λαϊκής δυσαρέσκειας ενάντια σε πραγματικούς ή φανταστικούς, πάντα όμως «εξωτερικούς» εχθρούς.
Το φαινόμενο δεν είναι, βέβαια, αποκλειστικά ελληνικό. Το 1982 π.χ. ο πόλεμος κατά της Αργεντινής επέτρεψε στην παραπαίουσα κυβέρνηση Θάτσερ να περάσει τη νεοφιλελεύθερη πολιτική της, χάρη στα «πατριωτικά» ανακλαστικά της βρετανικής κοινής γνώμης που ενθουσιάστηκε με την ανακατάληψη των νησιών Φόκλαντ.
Στη χώρα μας, η εθνικιστική υστερία για το «Σκοπιανό» καλλιεργήθηκε το 1991-92 από την (εξίσου στριμωγμένη) κυβέρνηση Μητσοτάκη, ακριβώς για να διασκεδαστούν οι λαϊκές αντιστάσεις που αντιμετώπιζε η κατεδάφιση του κοινωνικού κράτους. Την ίδια ακριβώς συνταγή ακολούθησε το 2007-08 και η κυβέρνηση Καραμανλή, για να ξηλώσει ευκολότερα το ασφαλιστικό.
Το Δεκέμβριο πάλι του 2008, εν μέσω της νεανικής εξέγερσης, τα δημοσιογραφικά παπαγαλάκια της κυβέρνησης Καραμανλή επιχείρησαν να τρομοκρατήσουν το κοινό δια της εξ ανατολών απειλής: η τουρκική αεροπορία, κραύγαζαν επί μέρες, κλιμάκωσε ξαφνικά τις παραβιάσεις του ελληνικού εναερίου χώρου και προετοιμάζει «θερμό επεισόδιο». Οπως αποκάλυψε τότε με στοιχεία η «Ε» (16.1.10), η όλη «είδηση» ήταν εντελώς κατασκευασμένη.
Σε κάθε περίπτωση, η συστράτευση των ΜΜΕ συνιστά αναγκαίο όρο για την επιτυχία ενός τέτοιου εγχειρήματος. Επί Μητσοτάκη και Σαμαρά, αυτό επιτεύχθηκε -ως γνωστόν- με την προσφυγή στη «μαύρη σακούλα» των μυστικών κονδυλίων του ΥΠΕΞ, ενώ επί Καραμανλή φαίνεται πως επιστρατεύθηκαν πιο σύγχρονες (και νόμιμες) μέθοδοι προσεταιρισμού.
Θα ήταν, πάντως, λάθος να θεωρήσουμε αυτά τα κρούσματα φαινόμενο των ημερών μας. Ενα ακόμη μεγαλύτερο σκάνδαλο μυστικών κονδυλίων του ΥΠΕΞ και του Υπουργείου Προεδρίας σημάδεψε π.χ. το βίο των κυβερνήσεων του Κων/νου Καραμανλή του πρεσβύτερου: ξένοι ανταποκριτές, μεταμεληθέντες πρώην αριστεροί (Γ. Γεωργαλάς, Ελ. Σταυρίδης, Γ. Μανούκας), φερέλπιδες αντικομμουνιστές επιστήμονες (ανάμεσά τους και μελλοντικά στελέχη του ΠΑΣΟΚ, όπως ο Αγαμέμνων Κουτσόγιωργας ή ο Δημήτρης Μαρούδας), κυπατζήδες κι εθνικά ευαίσθητοι δημοσιογράφοι ξεκοκάλισαν επί μια πενταετία (1958-63) εκατοντάδες εκατομμύρια δραχμές για την καταπολέμηση του «κομμουνιστικού κινδύνου», το λιβάνισμα του «εθνάρχη» και την πάταξη των «πνευματικών φραγκολεβαντίνων» που κρίνονταν επικίνδυνοι για το εθνικό φρόνημα.
Κεντρικό ρόλο σ’ αυτό το μηχανισμό διαδραμάτισε η Γενική Διεύθυνσις Τύπου και Πληροφοριών του Υπουργείου Προεδρίας (ΓΔΤΠ), πρόδρομος της σημερινής Γενικής Γραμματείας. Οπως μας πληροφορεί μια πρόσφατη μελέτη, βασισμένη σε πλούσιο αρχειακό υλικό, «η υπηρεσία αυτή είχε ήδη αναπτύξει αγαστή συνεργασία με τις υπηρεσίες ασφαλείας, ιδίως με την ΚΥΠ, τόσο στον τομέα των πληροφοριών όσο και στο πλαίσιο κοινών εγχειρημάτων» (Στεφανίδης 2008, σ.211).
Παρά τις κατακλυσμιαίες αλλαγές που μεσολάβησαν, η μελέτη των διαθέσιμων τεκμηρίων αποκαλύπτει μια ενδιαφέρουσα συνέχεια ανάμεσα στο τότε και το σήμερα, όσον αφορά τον «εθνικά ευαίσθητο» δημοσιογραφικό (και παραδημοσιογραφικό) λόγο. Καθώς τα αντίστοιχα ντοκουμέντα των ημερών μας θ’ αργήσουν μάλλον να δημοσιοποιηθούν, το υλικό της δεκαετίας του ’60 είναι το μόνο διαθέσιμο για την «εκ των ένδον» μελέτη μηχανισμών που παραμένουν από κάθε άποψη επίκαιροι.
Θα ασχοληθούμε έτσι σήμερα μ’ ένα έλασσον επεισόδιο αυτής της διαπλοκής, αποκαλυπτικό των παράπλευρων διαστάσεων που μπορεί να έχει μια «δημοσιογραφική» αποστολή. Πηγή μας είναι η αλληλογραφία του δημοσιογράφου Σ.Τ. με τη ΓΓΤΠ, εν έτει 1960, που περιέχεται στο φάκελο «Προπαγάνδα Αυτονομήσεως Μακεδονίας εις Καναδά-ΗΠΑ» του αρχείου του τότε υφυπουργού προεδρίας, Τρύφωνα Τριανταφυλλάκου. Ο φάκελος φυλάσσεται στο ΕΛΙΑ.
Αρματα επί θύραις
Η ιστορία μας ξεκινά τον Ιούνιο του 1960, όταν ο Σ.Τ. ταξιδεύει στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Από μεταγενέστερη έκθεσή του πληροφορούμαστε πως ήταν «το τρίτο τετράμηνον ταξίδιόν» του σε ΗΠΑ-Καναδά. Οι οικονομικές παράμετροι δεν διευκρινίζονται, αν και ο Σ.Τ. υποβάλλει κατά καιρούς οικονομικά αιτήματα για τη συνέχιση της «έρευνάς» του. Στην πρώτη του δε επιστολή προς τη ΓΔΤΠ αναφέρει ότι βρίσκεται στον Καναδά «για το γνωστό θέμα» – διατύπωση που προϋποθέτει μια μίνιμουμ συνεννόηση, αν όχι εντολή.
Η ταυτότητα του «ερευνητή»: Γεννημένος στην Κορινθία το 1905, ο Σ.Τ. χρημάτισε συντάκτης ύλης κι εν συνεχεία αρχισυντάκτης γνωστών αθηναϊκών εφημερίδων. Μέλος της ΕΣΗΕΑ από το 1935, φέρεται ως «επιδοτούμενος άνεργος» από το 1956 και συγγραφέας διαφόρων εθνοπρεπών πονημάτων. Σύμφωνα με το υπηρεσιακό βιογραφικό του δεν ήξερε καμιά απολύτως ξένη γλώσσα, αν και η αλληλογραφία του με τη ΓΔΤΠ προδίδει κάποιες στοιχειώδεις γνώσεις αγγλικής.
Η αποστολή του Σ.Τ. ξεκινά στα μέσα Ιουνίου 1960 στο Τορόντο. Λίγες μέρες νωρίτερα, με δηλώσεις του στην Αθήνα, ο (επίσης πελοποννήσιος) πρόεδρος των ελληνικών σωματείων Ν. Υόρκης Περικλής Λαντζούνης έχει κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου για τα εθνικά θέματα: με αφορμή «τας δημοσιευθείσας εις τον Τύπον πληροφορίας περί εντάσεως εσχάτως της βουλγαρικής προπαγάνδας εις τας Ηνωμένας Πολιτείας περί αυτονομήσεως της Μακεδονίας», διαβάζουμε στη «Μακεδονία» (7.6.60), «ανεγνώρισε ότι το βουλγαρικόν κομιτάτον αναπτύσσει τελευταίως ασυνήθη δραστηριότητα εις διεθνή κλίμακα με άφθονα μέσα και την συμπαράστασιν των διπλωματικών εκπροσώπων του σλαβικού συνασπισμού». Οι δε «ελληνοαμερικανικαί οργανώσεις, παρά τα περιωρισμένα μέσα τα οποία διαθέτουν, προβαίνουν εις κάθε νόμιμον ενέργειαν, προκειμένου ν’ αντιμετωπίσουν την αχαλίνωτον αυτή προπαγάνδαν». Ομως, «ελλείπουν αι συστηματικαί ενέργειαι προς πάσαν κατεύθυνσιν, δια να ατονή εγκαίρως η βουλγαρική προκλητικότης».
Οι «δημοσιευθείσες πληροφορίες» που επικαλέστηκε ο Λαντζούνης ήταν δυο πρωτοσέλιδα κινδυνολογικά δημοσιεύματα της «Ελευθερίας». Αφορούσαν το ετήσιο συνέδριο της βουλγαρόφιλης «Μακεδονικής Πατριωτικής Οργάνωσης» (ΜΡΟ) των ΗΠΑ, προγραμματισμένο για τις αρχές Σεπτεμβρίου στο Ντιτρόιτ, και την επικείμενη συμμετοχή της ΜΡΟ στις παρελάσεις της 4ης Ιουλίου «δι’ αρμάτων φερόντων συνθήματα υπέρ της ‘ανεξαρτησίας’ της Μακεδονίας».
Η αντιπολιτευόμενη κεντροαριστερή εφημερίδα φρόντισε βέβαια να σπεκουλάρει αρχικά κατά της ΕΡΕ, παραπέμποντας στις πρόσφατες συμφωνίες της Ζυρίχης και ισχυριζόμενη πως «η διευθέτησις του Κυπριακού θα προβληθή υπό των ενταύθα βουλγαρικών οργανώσεων ως πρότυπον δια την λύσιν του υποτιθέμενου [μακεδονικού] προβλήματος» (1.4.60).
Γρήγορα όμως το γύρισε στην άλλη πλευρά του διμέτωπου: ο χάρτης της Μεγάλης Μακεδονίας που διακινεί η ΜΡΟ, ισχυρίστηκε, «κατά σύμπτωσιν (;) περιλαμβάνει την ιδίαν περιοχήν την οποίαν τα κομμουνιστικά κόμματα Ελλάδος και Βουλγαρίας εδέχθησαν το 1943 ως αποτελούσαν έδαφος του ‘Μακεδονικού κράτους’» (5.6.60). Οταν η «Αυγή» διαμαρτυρήθηκε γι’ αυτή τη χοντροκομμένη επίκληση του πλαστού «συμφώνου του Πετριτσίου» από μια κατά τεκμήριο δημοκρατική εφημερίδα, αυτή έσπευσε να την κατακεραυνώσει, επικαλούμενη την επίσημη εμφυλιοπολεμική «Λευκή Βίβλο» του 1947. Αρχισυντάκτης της «Ελευθερίας» ήταν ο μετέπειτα υπουργός Παιδείας της χούντας, Θεοφύλακτος Παπακωνσταντίνου.
«Βουλγαρίζοντες» κι «εθναπόστολοι»
Ας ξανάρθουμε, όμως, στον Σ.Τ. και την αποστολή του. Στις 23 Ιουνίου στέλνει την πρώτη του επιστολή στον προϊστάμενο της ΓΔΤΠ Ανδρέα Κονιτόπουλο: «Βρίσκομαι στο Τορόντο δέκα ημέρες τώρα, ερευνώντας για το γνωστό θέμα. Για να συμπληρώσω την έρευνά μου πρέπει να πάω στο Γουϊνδσωρ του Καναδά και εις το Ντητρόιτ και την Ινδιανάπολι. Πιστεύω πως βρίσκω κάποια άκρη». Προς το παρόν, ηχογραφεί εκπομπές τριών τοπικών ραδιοσταθμών με αλυτρωτική ανθελληνική προπαγάνδα διαφόρων αποχρώσεων.
Αν και βρίσκεται στην αρχή, δε διστάζει να βγάλει συμπεράσματα και να προτείνει μέτρα: «Είναι δυνατόν να την τσακίσουμε την προπαγάνδα αυτή, που διεξάγεται από δεκάδες χρόνια και εντείνεται τελευταία. Και ο τρόπος είναι, για το ξεκίνημα, μάλλον απλός. Οι ‘μακεδονισταί’ και οι Βούλγαροι και οι Σέρβοι επωφελούνται από το γεγονός ότι οι Καναδοί έχουν μεσάνυχτα από ιστορία και γεωγραφία της Βαλκανικής. Αν προβληθεί εδώ το γεγονός ότι ο Πρωθυπουργός της Ελλάδος είναι Μακεδών, ότι οι Υπουργοί Εσωτερικών, Βιομηχανίας και Β. Ελλάδος είναι Μακεδόνες, ο Υφυπουργός Εθνικής Αμύνης επίσης, ο Αβέρωφ βόρειος κλπ, τότε θα τους δημιουργήσουμε τεράστιο πρόβλημα εδώ».
Πιο συγκεκριμένα: «Θα πρέπει να βρεθεί ένας τρόπος ναρθή εδώ ο Υπουργός των Εσωτερικών κ. Μακρής, που είναι Φλωρινιώτης. Αν μάλιστα, ο ίδιος ξέρει και τη Μακεδονική διάλεκτο και μιλήσει εδώ έστω και λίγο αυτή τη γλώσσα, τότε θα μπορέσουν να καταλάβουν οι Καναδοί και οι Αμερικανοί περί τίνος πρόκειται».
Το ψαχνό της επιστολής βρίσκεται, ωστόσο, αλλού: «Αν σου είναι εύκολο, να μου στείλης μερικάς πληροφορίας περί Χάρη (Χαριλάου; Χαραλάμπους;) Στ. και Θ.Β. και ενός Κολόμπου ή Κολόμπωφ, καταγομένων των δύο πρώτων εκ της περιοχής Φλωρίνης και του άλλου πιθανώς εκ Θεσσαλονίκης. Δια τους δύο πρώτους, έχω πολλές επιφυλάξεις ως προς την ‘ελληνική’ δράσι τους, γιατί φέρονται ως πληροφοριοδόται του Ελληνος προξένου». Μπορεί να μην ξέρει καλά καλά ούτε τα ονόματα των ανθρώπων, μέσα σε δέκα όμως μέρες «έχει πολλές επιφυλάξεις» για την ελληνικότητά τους!
Ο Κονιτόπουλος διαβιβάζει την επιστολή στον υφυπουργό, σημειώνοντας πως βρίσκει «λίαν ενδιαφερούσας τας πληροφορίας» και συνηγορώντας για την υπουργική επίσκεψη. Συμπληρώνει, μάλιστα, πως «ο κ. Μακρής θα πρέπει να πλαισιωθή από ειδικούς Βαλκανιολόγους, οι οποίοι δεν είναι δύσκολον να ευρεθούν».
Στις 29 Ιουνίου ο Σ.Τ. στέλνει τη δεύτερη επιστολή του, μαζί μ’ ένα πολυσέλιδο «σημείωμα περί της ‘Σλαυο-Μακεδονο-κομμουνιστικής ανθελληνικής προπαγάνδας εν Ηνωμέναις Πολιτείαις και Καναδά».
Το περιεχόμενο του «σημειώματος», παρά τη φλυαρία του, δεν είναι ιδιαίτερα διαφωτιστικό. Υποστηρίζει π.χ. με κάθε σοβαρότητα, δώδεκα χρόνια μετά τη ρήξη ΕΣΣΔ-Γιουγκοσλαβίας, ότι «κοινή ρίζα της προπαγάνδας αυτής, υφ’ οιανδήποτε μορφήν και αν εμφανίζεται, είναι το Αρχηγείον του Διεθνούς κομμουνισμού». Ισχυρίζεται επίσης πως «η τεχνική της προπαγάνδας», ακόμη και της δεξιότατης ΜΡΟ, «είναι κομμουνιστική, προσαρμοζομένη εκάστοτε προς θέσεις, συνθήκας και καταστάσεις. Γίνεται εκμετάλλευσις, αθόρυβος, όλων των αδυναμιών, όλων των τάσεων και προ παντός της αδιαφορίας της μεγάλης πλειονότητος των ομογενών μας».
Αν οι αναλύσεις του βγάζουν γέλιο, δε συμβαίνει το ίδιο με κάποιες άλλες «πληροφορίες». Στην επιστολή του παραθέτει π.χ. «έναν κατάλογο ‘βουλγαριζόντων’ δια τους οποίους θα ήταν σκόπιμο να ερωτηθούν αι οικογένειαί των και οι συγγενείς των, αν υπάρχουν εις Δυτικήν Μακεδονίαν, τι πιστεύουν». Πρόκειται για τα ονόματα 42 ανδρών 15 διαφορετικών οικογενειών, χωρίς το παραμικρό ενοχοποιητικό στοιχείο. Απλά, οι πληροφοριοδότες του Σ.Τ. τους χαρακτήρισαν «βουλγαρίζοντες» κι αυτός διαβιβάζει τη στάμπα στα κεντρικά.
Τα κίνητρα των πληροφορητών ξεκαθαρίζουν κάπως όταν η ίδια κατηγορία αποδίδεται σε στελέχη της ομογένειας: «Ο πρόεδρος των καστοριανών Τορόντο Θ.Β., βουλγαρίζει; Ο κουνιάδος του Στηβ Σ. είναι πρόεδρος μιας βουλγαρικής κοινότητος! Μεγάλο μπέρδεμα. Οι Καστοριανοί ετοιμάζουν νέο σύλλογο. Το ίδιο και οι Φλωρινιώτες, ελλείψει εμπιστοσύνης προς τον Πρόεδρόν των Χ.Γ.». Και για να μη μένουν αμφιβολίες: «Αι πληροφορίαι φέρουν αυτούς τους δύο ως φίλους και πληροφοριοδότας του προξένου κ. Μητσοπούλου. Δεν νομίζω όμως ότι θα είναι περισσότερο έξυπνοι από αυτόν. Ο,τι σου μετέδωσα, κανονικά θα πρέπει να έχουν διαβιβασθή στο Υπουργείο Εξωτερικών».
Την εικόνα ολοκληρώνουν, δίκην καρυκεύματος, κάποια οικογενειακά κουτσομπολιά: «Ενας Κώστας Σ. που ήρθε εδώ το 1948 έγινε ‘αυτονομιστής’ και ο πατέρας του Γιάννης Σ. και τα ξαδέρφια του που είναι εδώ τον αποκαλούν ‘βούλγαρο’ και τον έδιωξαν».
Οι φιλοδοξίες του δημοσιογράφου δεν περιορίζονται ωστόσο στο απλό ρουφιανιλίκι: «Εσχημάτισα εδώ», γράφει στον προϊστάμενο της ΓΔΤΠ, «ένα καλό πυρήνα από Ελληνας από την Μακεδονία, ψυχωμένους, καλούς, αγωνιστάς, πρόθυμους να βοηθήσουν εις κάθε τι. Αν θέλης να σε συνδέσω με αυτούς γράψε μου. Είναι ικανοί και ραδιοφωνική ώρα να στηρίξουν και έντυπα να μοιράσουν, να κάμουν τα πάντα. Φτάνει να έχουν καθοδήγηση και να μην ...ξοδεύονται. Εδώ Θεός είναι το δολλάριο, πρώτα κι ύστερα όλα τα άλλα».
Γι’ αυτό και χρειάζεται «οργάνωσις και καθοδήγησις του Ελληνισμού», με διορισμό «παρά τη διοικήσει» της ΑΧΕΠΑ «ενός ικανού συνδέσμου με την Ελλάδα». Ο τελευταίος «θα έπρεπε να είναι εθναπόστολος και όχι υπάλληλος ενδιαφερόμενος μόνο δια ταξίδια και μισθόν».
Από τη Νορβηγία στο FBI
Η τρίτη επιστολή του Σ.Τ. στέλνεται στις 2 Ιουλίου από τη Ν. Υόρκη. Πληροφορεί τη ΓΔΤΠ ότι μέσα σ’ ένα τριήμερο «πέρασε από το Ντητρόιτ και το Ουίνδσωρ, τα δύο άλλα -εκτός του Τορόντο- κέντρα της ‘Μακεδονικής’ ανθελληνικής προπαγάνδας». Οπως είναι φυσικό, δεν πρόλαβε να μάθει και πολλά πράγματα. Περιορίζεται σε κατηγορίες κατά των μεταναστών («η αδιαφορία -εννοώ τους ομογενείς- είναι σχεδόν καθολική. Καθένας κυττάζει τη δουλειά του, πώς να βγάλη λεφτά») και ζητά λεφτά για να συνεχίσει το ταξίδι του στην Ινδιανάπολι -την «έδρα του αρχηγείου» της ΜΡΟ- και να καλύψει το συνέδριο του Ντιτρόιτ.
Παρόλο που ο Κονιτόπουλος διαβιβάζει τακτικά τα γραπτά του στον υφυπουργό με τα καλύτερα λόγια «δια τα περαιτέρω», μάλλον αποφεύγει να στείλει (επιπλέον;) λεφτά. Στις 6 Αυγούστου ο Σ.Τ. επανέρχεται έτσι με μια αποκάλυψη: «Αρχηγείον της προπαγάνδας είναι το Οσλο Νορβηγίας και όχι η Ινδιανάπολις. Εκείθεν εκπορεύονται οδηγίαι, έντυπον προπαγανδιστικόν υλικόν, πράκτορες κλπ». Η είδηση βασίζεται στο ότι «βιβλία και άλλα έντυπα, εκτυπωθέντα εις Οσλο, εις την λεγομένην ‘μακεδονικήν’ γλώσσαν, κυκλοφορούν ήδη εις Ηνωμένας Πολιτείας και Καναδά».
Ο δαιμόνιος ρεπόρτερ το θεωρεί «ανησυχητικό» κι επιχειρεί να το ερμηνεύσει σεναριολογώντας: πιθανόν «αι Αμερικανικαί και Καναδικαί αρχαί έχουν πεισθή ότι υπό το πρόσχημα της ‘Μακεδονικής’ κινήσεως καλύπτονται προθέσεις, δράσις και επιδιώξεις του Διεθνούς Κομμουνισμού», οπότε ο εχθρός μετέφερε την έδρα του «εις ουδέτερον έδαφος». Βέβαια η Νορβηγία ανήκε στο ΝΑΤΟ, ποιός νοιάζεται όμως για ψιλοπράγματα;
Δυο μέρες αργότερα, ο Σ.Τ. στέλνει τα πειστήρια: το περιοδικό «Slobodna Makedonija» (Ελεύθερη Μακεδονία), όργανο κάποιας «Μακεδονικής Εθνικής Επιτροπής», με τη «Μεγάλη Μακεδονία» και το άγαλμα της ελευθερίας στο εξώφυλλο. Μόνο που, όπως αναγράφεται ευκρινώς στο εξώφυλλο, το έντυπο εκδιδόταν όχι στο Οσλο αλλά στο Γκέτεμποργκ της Σουηδίας! Επιπλέον, ενώ υποτίθεται ότι εκπορεύεται από το «διεθνή κομμουνισμό», η αρθρογραφία του καταδικάζει «τα κομμουνιστικά εγκλήματα» σαν χειρότερα από το ναζισμό, καταγγέλλει τόσο την ΕΣΣΔ και τη Σόφια όσο και «τη γριά αλεπού τον Τίτο», κοκ. Ο ερευνητής μας όμως δεν ξέρει σλαβομακεδονικά και, ως εκ τούτου, αδυνατεί να καταλάβει τι γράφει.
Εχει όμως άλλα προσόντα: «Λογαριάζω να πάω στο Ντητρόιτ στις 12 του μηνός για ένα ειδικό λόγο: να συνδέσω μερικούς δικούς μου ανθρώπους εκεί με άλλους δικούς μας εδώ και αυτού». Ακολουθούν, ξανά, οικονομικά αιτήματα.
Στις αρχές Σεπτεμβρίου, ο Σ.Τ. απευθύνεται πιά κατευθείαν στον υφυπουργό, στέλνοντάς του τα έντυπα του συνεδρίου της ΜΡΟ κι ενημερώνοντάς τον για τις ενέργειές του: «Εγραψα ένα γράμμα που μετηφράσθη και εδημοσιεύθη εις τους ‘Τάιμς της Νέας Υόρκης’ με το όνομα του κ. Π. Λαντζούνη. Το ίδιο γράμμα εδώσαμε και στις εφημερίδες του Ντητρόιτ». Από αναλυτική έκθεσή του προς τον Τριανταφυλλάκο (10.9) πληροφορούμαστε πως η επιστολή Λαντζούνη κατήγγειλε «το συνέδριον ως υπηρετούν κομμουνιστικούς σκοπούς» και διαβιβάστηκε επίσης «εις το Σταίητ Ντηπάρτμεντ, το F.B.I. και άλλας αμερικανικάς προσωπικότητας». Ως εξαιρετική επιτυχία εκτιμάται η απάντηση του διευθυντή του FBI Εντγκάρ Χούβερ προς τον επιστολογράφο, πως η καταγγελία του «έχει καταχωρηθεί στο αρχείο» της υπηρεσίας.
«Κατατοπιστικά σημειώματα»
Κάπου εδώ τελειώνουν τα γραπτά του δαιμόνιου ρεπόρτερ. Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει πως οι επικεφαλής του Υπουργείου τους επιφύλαξαν τη μεταχείριση που τους άξιζε.
Αμ δε! Οι επιστολές, οι εκθέσεις και τα «πειστήρια» του Σ.Τ. δεν κρίθηκαν μόνο άξια ν’ αποτελέσουν ολόκληρο φάκελο στο προσωπικό αρχείο του υφυπουργού. Αξιοποιήθηκαν, επιπλέον, ως πρώτη ύλη για μια σειρά υπηρεσιακών εγγράφων, όπου η πρακτορίζουσα εθνοπρεπής αρλουμπολογία μετατράπηκε σε «αδιάσειστα στοιχεία»:
* Ενα τετρασέλιδο «Υπηρεσιακόν σημείωμα» (Αθήναι 25.11.1960) συμπυκνώνει τους κατά καιρούς ισχυρισμούς του Σ.Τ., ασχολίαστους και στρογγυλεμένους, με σαφή αναφορά στην πηγή.
* Ενα δισέλιδο «Κατατοπιστικόν σημείωμα» για τον πρωθυπουργό Κων/νο Καραμανλή ανακυκλώνει τις εκτιμήσεις του σαν συμπεράσματα «εκ των μέχρι τούδε συλλεγέντων στοιχείων», χωρίς αναφορά στο πρόσωπο του «συλλέκτη» και με έμφαση στα «προτεινόμενα μέτρα».
* Το κυριότερο: ένα τρισέλιδο «αναλυτικόν σημείωμα περί της δραστηριότητος των Σλαυοκομμουνιστών εν Καναδά και Ην. Πολιτείας υπέρ της αυτονομήσεως της Μακεδονίας» αναπαράγει αυτολεξεί, σαν επιβεβαιωμένες τάχαμου πληροφορίες, όλες τις λίστες «βουλγαριζόντων» που έστειλε ο ευφάνταστος δημοσιογράφος. Μισή εκατοντάδα μετανάστες μπήκαν έτσι, με συνοπτικότατες διαδικασίες, στα μαύρα κατάστιχα του έθνους. Οι συνέπειες μιας τέτοιας ταξινόμησης είναι γνωστές: στέρηση της ελληνικής ιθαγένειας, έκδοση «ερυθρού δελτίου» για απαγόρευση κάθε εισόδου στην Ελλάδα, κοκ.
Η μετέπειτα πορεία του Σ.Τ. είναι εξίσου διδακτική. Το 1963 καταδικάστηκε για ακάλυπτες επιταγές, διώχθηκε για υπεξαίρεση χρημάτων της ΕΣΗΕΑ και το 1965 διαγράφηκε απ’ το σωματείο. Κατέφυγε στις ΗΠΑ όπου εξέδοσε εφημερίδα, «εθνική έπαλξιν και εθνικόν οδηγό των ξενητευμένων συμπατριωτών μας». Επί χούντας αθωώθηκε δικαστικά κι αποκαταστάθηκε συνδικαλιστικά. Εγκατέλειψε δε το μάταιο τούτο κόσμο το 1973, μετά βαΐων και κλάδων: όπως μας διαβεβαιώνει η σχετική επιμνημόσυνη ανακοίνωση της ΕΣΗΕΑ, ήταν ένας συνάδελφος που σε όλη του τη ζωή «διετήρησε με ειλικρίνειαν, με θάρρος, με συνέπειαν, με Εθνικήν πίστιν τους υγιείς δεοντολογικούς κανόνας του λειτουργήματός μας».
Η Μακεδονία του Ατλαντικού
Η έμφαση της «έρευνας» του Σ.Τ. (αλλά και της δημόσιας συζήτησης του 1960) στους υπερατλαντικούς «Βουλγαρομακεδόνες» μπορεί να ξαφνιάζει το σημερινό αναγνώστη, που ταυτίζει πιά το Μακεδονικό με την υφαρπαγή της αρχαιομακεδονικής κληρονομιάς από τους «Σκοπιανούς». Η δεκαετία του ’60 αποτελεί όμως ένα μεταβατικό στάδιο για την εγχώρια μακεδονολογία, που μόλις άρχιζε ν’ αντιλαμβάνεται πως το όλο ζήτημα υπήρξε κάτι παραπάνω από μια ρώσο-βουλγαρική συνομωσία.
Ως τις αρχές του ’60, η ελληνική προπαγάνδα κατακεραυνώνει π.χ. τους γιουγκοσλάβους «ψευτομακεδόνες» με το επιχείρημα ότι ...σνομπάρουν το Μεγαλέξανδρο. Με το κομμουνιστικό κίνημα ηττημένο στρατιωτικά, μόνος αξιόλογος αντίπαλος θεωρείται η σλαβομακεδονική διασπορά των ΗΠΑ και του Καναδά: ιστορικά οργανωμένη στη φιλοβουλγαρική «Μακεδονική Πατριωτική Οργάνωση» (ΜΡΟ), θα μπορούσε -ως λόμπι- να επηρεάσει την επίσημη Ουάσιγκτον και, μέσω αυτής, να επιβάλει τη θέλησή της στην εθνικόφρονα Αθήνα.
Στον εμφύλιο του 1946-49, η ΜΡΟ και το ομόφρον ΒΜΡΟ του Ιβάν Μιχαήλοφ έδρασαν ως άτυποι σύμμαχοι της ελληνικής κυβέρνησης, προπαγανδίζοντας στις σλαβόφωνες κοινότητες μια «νομιμόφρονα» στάση μη ανάμειξης στον «εμφύλιο των Ελλήνων» κι ευαγγελιζόμενες τη μεταπολεμική αναγνώριση μειονοτικών δικαιωμάτων με παρέμβαση των ΗΠΑ. Το κήρυγμά τους βρήκε ανταπόκριση σ’ ένα τμήμα της μειονότητας, που αρνήθηκε ν’ ακολουθήσει τους «κατσαπλιάδες» του ΔΣΕ και του ΝΟΦ: ουκ ολίγοι «βουλγαρόφρονες» πολέμησαν στο πλευρό του Εθνικού Στρατού, αναβαπτιζόμενοι στην κολυμπήθρα της αντικομμουνιστικής εθνικοφροσύνης σε ακραιφνείς Ελληνομακεδόνες.
Η σκιά της ΜΡΟ θα εξακολουθήσει ωστόσο να στοιχειώνει για ένα διάστημα τους σχεδιαστές της εθνικής πολιτικής. Η χαρτογράφηση των «σλαβικών ανθελληνικών οργανώσεων» της διασποράς από το στέλεχος της ΚΥΠ Χαράλαμπο Σωτηρόπουλο (1960) αφιερώνει έτσι 52 από τις 78 σελίδες της στη ΜΡΟ και τις αδελφές της «βουλγαρομακεδονικές εθνικιστικές οργανώσεις», έναντι μόλις 5 σελίδων που ασχολούνται με τις αντίστοιχες «γιουγκοσλαβικές». Μόλις στα μέσα της δεκαετίας οι εγχώριοι μακεδονολόγοι θ’ αρχίσουν να παίρνουν χαμπάρι πως ο «μακεδονισμός» των Σκοπίων δεν είναι ένα «βουλγαρικό τέχνασμα» αλλά πραγματική εθνογένεση.
Η δεύτερη τομή της περιόδου αφορά την προσέγγιση της μακεδονικής διασποράς από το ελληνικό κράτος. Ως τότε, κεντρική επιλογή της Αθήνας ήταν η εξάλειψη της μειονοτικής παρουσίας στην ελληνική Μακεδονία, με δυο βασικά μέτρα που εισηγήθηκε το 1952 η Γενική Διεύθυνσις Αλλοδαπών («μητέρα» της ΚΥΠ) κι υιοθέτησε η πολιτική ηγεσία:
* την «διευκόλυνσιν της εξ Ελλάδος αναχωρήσεως προς οιανδήποτε χώραν του εξωτερικού ατόμων ή οικογενειών Σλαυϊκής καταγωγής», και
* την άρνηση επαναπατρισμού «παντός προσώπου Σλαυικής καταγωγής υπό οιασδήποτε συνθήκας και αν ευρέθη τούτο εις τας Σλαυϊκάς χώρας (φυγάδες, βιαίως απαχθέντες, εκουσίως αναχωρήσαντες το 1941, Κ/συμμορίται)».
Ενα τρίτο σχέδιο, η «μετατόπισις ολοκλήρων οικογενειών και υποχρεωτική εγκατάστασις τούτων εις Νότιον Ελλάδα», καταστρώθηκε επίσημα το 1949 αλλά αναβαλλόταν διαρκώς μέχρι το καλοκαίρι 1959, οπότε κι εγκαταλήφθηκε. Στη θέση του υιοθετήθηκε από την κυβέρνηση Καραμανλή ένα πολύπλευρο αφομοιωτικό πρόγραμμα, με τη σύσταση Συντονιστικού Συμβουλίου «δια την αντιμετώπισιν της λεγομένης σλαυομακεδονικής μειονότητος» και στόχο τη μεσοπρόθεσμη εξάλειψη της σλαβογλωσσίας στη Β. Ελλάδα.
Η αφομοιωτική αυτή πολιτική θα επιβάλει από το 1965 μια πιο συστηματική παρέμβαση των μηχανισμών του ελληνικού κράτους στο χώρο της μακεδονικής διασποράς, με σκοπό «την συντήρησιν του ελληνισμού των αποδήμων Μακεδόνων ίνα, εμμέσως, βοηθηθή η προσπάθεια εις το εσωτερικόν της χώρας». Το 1967 ιδρύεται το Κέντρο Αποδήμων Μακεδόνων και κυκλοφορεί η «Μακεδονική Ζωή», με target group τους μετανάστες και πρότυπο την ομοειδή «Makedonija» των Σκοπίων.
Μισόν αιώνα μετά, ο χοντροκομμένος αντικομμουνισμός του Σ.Τ. και των ομοίων του μπορεί να προκαλεί χαμόγελα. Οι συνέπειες της πολιτικής τους όμως παραμένουν σε ισχύ: οι «μη Ελληνες το γένος» πολιτικοί πρόσφυγες και μετανάστες που αποβλήθηκαν απ’ τον εθνικό κορμό τα πέτρινα εκείνα χρόνια, με βάση παρόμοιες εκθέσεις, εξακολουθούν να στερούνται το στοιχειώδες δικαίωμα του επαναπατρισμού. Μια τελευταία δυνατότητα για την αποκατάσταση αυτής της ιστορικής αδικίας δίνει η πρόσφατη (30.9.10) σχετική ερώτηση των πέντε βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ προς τους υπουργούς Εσωτερικών κι Εξωτερικών. Θα την αδράξει κανείς;
ΔΙΑΒΑΣΤΕ
Χαράλαμπος Σωτηρόπουλος
«Αι σλαβικαί οργανώσεις και η ανθελληνική των προπαγάνδα»
(Αθήναι, Αύγουστος 1960)
Χαρτογράφηση των σλαβομακεδονικών οργανώσεων της διασποράς από ένα στέλεχος του Τμήματος Εθνικών Θεμάτων της ΚΥΠ, χωρίς αναφορά στην ιδιότητα του συγγραφέα. Αναλυτική ταξινόμηση με βάση τον πολιτικό τους προσανατολισμό («κομμουνιστικαί»-«εθνικιστικαί») ή τον εθνικό τους χαρακτήρα («αυτονομιστικαί»-«μεγαλοβουλγαρικαί»). Παρά την επιμελημένη καταγραφή, κάποια λάθη δεν αποφεύγονται: η «Slobodna Makedonija» του Γκέτεμποργκ κατατάσσεται π.χ. στα «ανεξάρτητα βουλγαρικά» έντυπα, παρόλο που υποστηρίζει την αυτοτέλεια της (σλαβο)μακεδονικής εθνότητας και γλώσσας.
Γιάννης Στεφανίδης
«Η ανάπτυξη των μηχανισμών του ‘αντικομμουνιστικού αγώνος’ 1958-1961»
(περ. «Μνήμων», τ.29, 2008, σ.199-241)
Ανατομία του καραμανλικού παρακράτους με βάση πολλά ντοκουμέντα (και) από το αρχείο Τριανταφυλλάκου. Τεκμηρίωση του ρόλου της Γενικής Διευθύνσεως Τύπου και Πληροφοριών, ως του «κεντρικού υπηρεσιακού φορέα» που οργάνωνε την προπαγάνδα της ΕΡΕ.
Σωτήρης Βαλντέν
«Η εφαρμογή της ελληνο-γιουγκοσλαβικής συμφωνίας μεθοριακής επικοινωνίας την περίοδο 1965-1967»
(περ. «Τα Ιστορικά», τχ.43, 12.2005, σ.449-66)
Εξαιρετική ανάλυση της προδικτατορικής υπηρεσιακής κινδυνολογίας για το Μακεδονικό, όπως αποτυπώνεται στις εκθέσεις της ΓΔΕΑ για τις «προπαγανδιστικές ενέργειες» γιουγκοσλάβων επισκεπτών στο Ν. Φλώρινας. Αποκαλυπτική για τη μετατροπή απλών καθημερινών επαφών σε ζητήματα «εθνικής ασφαλείας», αλλά και για το ασφυκτικό πλέγμα κατασταλτικών μέτρων που είχε επιβληθεί στην περιοχή.
Γιάννης Παπαδόπουλος
«Οι μετανάστες από τη Μακεδονία στη Βόρεια Αμερική. Από ΄διατοπικά’ σε ‘διεθνικά’ υποκείμενα»
(περ. «Αρχειοτάξιο», τχ. 11, 6.2009, σ.37-54)
Διεισδυτική επισκόπηση των διαδικασιών εθνικής συγκρότησης των μακεδονικών μεταναστευτικών κοινοτήτων κατά το πρώτο μισό του 20ου αιώνα.
Ελευθεροτυπία, 10/10/2010
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου